- Παταγόνες
- Λαοί του ακραίου νοτίου τμήματος του αργεντινού εδάφους, που ανήκουν στη λεγόμενη παμπεανική φυλή και μιλούν τη δική τους γλώσσα (τσονέκ ή τσονέκα). Το όνομα Τεουέλτσε, με το οποίο χαρακτηρίζονται συχνά οι Π., προέρχεται από την αρακουανική γλώσσα και σημαίνει άνθρωποι του Νότου.
Οι πρώτες πληροφορίες για τους Π., που χρονολογούνται από την εποχή των εξερευνήσεων του Μαγγελάνου, έδωσαν λαβή στον θρύλο «περί γιγάντων Παταγόνων», τόσο για τα τυπικά χαρακτηριστικά του παμπεανικού τύπου όσο και για τη συνήθεια που είχαν να φασκιώνουν τα πόδια με δέρματα γουανάκου, που άφηναν γιγαντιαία ίχνη.
Οι Π. πάντως έχουν χαρακτηριστική σωματική εμφάνιση, αν και σήμερα η επαφή με άλλους λαούς, και γενικά με τον «πολιτισμό», τους έχουν οδηγήσει σε έναν πραγματικό «εκφυλισμό», προπάντων εξαιτίας της χρήσης οινοπνευματωδών ποτών. Ο πολιτισμός τους ήταν ο τυπικός πολιτισμός των νομάδων κυνηγών.
Ένα «τόλντο», η χαρακτηριστική δερμάτινη σκηνή των πληθυσμών της Παταγονίας. Οι σκηνές τους χωρίζονται στο εσωτερικό σε πολυάριθμα διαμερίσματα και στηρίζονται σε πάσσαλους.
Μια ηλικιωμένη Σελκνάμ, όπως ονομάζεται μια φυλή Παταγόνων, με ιδιαίτερη επίδοση στο κυνήγι και στην αλιεία.
Dictionary of Greek. 2013.